- στολιδούμαι
- -όομαι, ΝΑ [στολίς, -ίδος]νεοελλ.(για τον φλοιό τής Γης) υφίσταμαι στολίδωση*αρχ.1. στολίζομαι, ντύνομαι ωραία2. σχηματίζω πτυχές, ρυτιδώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στολίδωμα — τὸ, Α [στολιδοῡμαι] πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
στολίδωση — η, Ν γεωλ. (παλαιότ. όρος) η βαθμιαία πτύχωση τού φλοιού τής Γης, λόγω τής ψύξης τής γήινης σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολιδοῦμαι. Η λ., στον λόγιο τ. στολίδωσις, μαρτυρείται από το 1842 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Ραγκαβή, Σαμουρκάση και… … Dictionary of Greek
στολιδωτός — ή, όν, Α [στολιδοῡμαι] αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.) … Dictionary of Greek